αλλοφερμένος

αλλοφερμένος
-η, -ο
αυτός που ήρθε ή μεταφέρθηκε από άλλο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο-* + φερμένος, μτχ. πρκμ. τού ρ. φέρνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλλοφερμένος — η, ο φερμένος από άλλη χώρα: Είναι αλλοφερμένος και δεν ξέρει τις συνήθειές μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …   Dictionary of Greek

  • αλλόφερτος — η, ο (μόνο για πράγματα) ο αλλοφερμένος, ξενικός, «αλλόφερτες συνήθειες». [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο + φερτός < φέρω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”